μετριότητα — η 1. το να είναι κανείς μέτριος, η μέτρια κατάσταση. 2. μέτρια ικανότητα: Είναι μετριότητα στα μαθηματικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μετριότητα — μετριότης moderation fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέτριος — α, ο (ΑΜ μέτριος, ία, ον, Α θηλ. και ος, αιολ.τ. μέτερρος) 1. αυτός που έχει την ορθή αναλογία, που υπάρχει ή γίνεται με μέτρο, κανονικός, μέσος (α. «μέτριο ανάστημα» β. «μέτρια θερμοκρασία» γ. «ἁπτόμενοι δὲ σφι ἐπελθεῑν ἄνδρας σμικροὺς μετρίων… … Dictionary of Greek
MEDIOCRITAS — vox minum minus Latina, modeste de se loquentis Velleii Paterculi l. 2. c. 111. Habuit in quoque hoc bello medicoritas nostra speciosi ministri locum. Ubi Boecclerus, Ita iam ergo incipiebant loqui, postea eiusmodi formulae ad ineptias et… … Hofmann J. Lexicon universale
-τητα — της, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη * tāt (πρβλ. αρχ. ινδ. sarva tāt «ολότητα», αβεστ. haurva tāt «ολότητα», λατ. novi tās «νεότητα»). Τα θηλυκά σε της παράγονται,… … Dictionary of Greek
Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… … Dictionary of Greek
διογενής — I Όνομα αρχαίων φιλοσόφων. 1. Δ. ο Απολλωνιάτης (5ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από την κρητική πόλη Απολλωνία, αλλά έζησε για πολλά χρόνια στην Αθήνα. Υπήρξε οπαδός της αρχαίας ιωνικής σχολής· η απήχηση ορισμένων θεωριών του είναι εμφανής στα έργα του … Dictionary of Greek
εκκλησιαστής — Σοφιολογικό βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, το προτελευταίο από τους πέντε κυλίνδρους που διάβαζαν στις μεγάλες γιορτές. Ο άγνωστος συγγραφέας του, σύμφωνα με το φιλολογικό σχήμα, εκθέτει τις σκέψεις του με το όνομα του Σολομώντα, του κύριου σοφού… … Dictionary of Greek
ευταξία — η (ΑΜ εὐταξία) [εύτακτος] 1. η καλή τάξη, η τακτοποίηση 2. η τήρηση τής τάξεως, η πειθαρχία 3. σεμνότητα, φρονιμάδα αρχ. 1. η καλή κατάσταση 2. (για πόλεις) η ευνομία 3. η μετριότητα στη διατροφή 4. εγκράτεια, αγνότητα 5. (στη φιλοσ. τών Στωικών) … Dictionary of Greek
εύκολος — η, ο (ΑΜ εὔκολος, ον) 1. αυτός που γίνεται ή αποκτάται εύκολα, χωρίς κόπο, ο ευκατόρθωτος («δεν είναι εύκολο πράμα») 2. (για πρόσ.) αυτός που ικανοποιείται εύκολα, αυτός που δεν έχει πολλές απαιτήσεις, ο καλοκάγαθος, ο καλόβολος (α. «ὁ δ εὔκολος… … Dictionary of Greek