μετριότητα

μετριότητα
η (ΑΜ μετριότης, -ητος) [μέτριος]
1. η μέση κατάσταση
2. η μετριοπάθεια («ἡμῑν δὲ αἰσχρὸν βιάσασθαι τὴν τούτων μετριότητα», Θουκ.)
3. μετριοφροσύνη, ταπεινοφροσύνη
4. μέτρια, μικρή ικανότητα («λόγω τής μετριότητάς του δεν μπόρεσε ποτέ να αναδειχθεί»)
νεοελλ.
άνθρωπος με περιορισμένες ικανότητες
νεοελλ.-μσν.
(με την κτητ. αντων. α' προσ.) (για αρχιερείς ή πατριάρχες) αντί τού εγώ, για να δηλωθεί ταπεινοφροσύνη («ἡ μετριότης μου», «ἡ ἐμὴ μετριότης», «ἡ ἡμετέρα μετριότης» κ.λπ.)
αρχ.
1. το μέτρο ή ο βαθμός που αρμόζει σε κάτι
2. αναλογία, συμμετρία, κομψότητα
3. στον πληθ. αἱ μετριότητες
ο μέσος όρος («αἱ γὰρ μετριότητες μᾱλλον ἐν ταῑς ἐνδείαις ἢ ταῑς ὑπερβολές ἔνεισιν», Ισοκρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μετριότητα — η 1. το να είναι κανείς μέτριος, η μέτρια κατάσταση. 2. μέτρια ικανότητα: Είναι μετριότητα στα μαθηματικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μετριότητα — μετριότης moderation fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέτριος — α, ο (ΑΜ μέτριος, ία, ον, Α θηλ. και ος, αιολ.τ. μέτερρος) 1. αυτός που έχει την ορθή αναλογία, που υπάρχει ή γίνεται με μέτρο, κανονικός, μέσος (α. «μέτριο ανάστημα» β. «μέτρια θερμοκρασία» γ. «ἁπτόμενοι δὲ σφι ἐπελθεῑν ἄνδρας σμικροὺς μετρίων… …   Dictionary of Greek

  • MEDIOCRITAS — vox minum minus Latina, modeste de se loquentis Velleii Paterculi l. 2. c. 111. Habuit in quoque hoc bello medicoritas nostra speciosi ministri locum. Ubi Boecclerus, Ita iam ergo incipiebant loqui, postea eiusmodi formulae ad ineptias et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -τητα — της, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη * tāt (πρβλ. αρχ. ινδ. sarva tāt «ολότητα», αβεστ. haurva tāt «ολότητα», λατ. novi tās «νεότητα»). Τα θηλυκά σε της παράγονται,… …   Dictionary of Greek

  • Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …   Dictionary of Greek

  • διογενής — I Όνομα αρχαίων φιλοσόφων. 1. Δ. ο Απολλωνιάτης (5ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από την κρητική πόλη Απολλωνία, αλλά έζησε για πολλά χρόνια στην Αθήνα. Υπήρξε οπαδός της αρχαίας ιωνικής σχολής· η απήχηση ορισμένων θεωριών του είναι εμφανής στα έργα του …   Dictionary of Greek

  • εκκλησιαστής — Σοφιολογικό βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, το προτελευταίο από τους πέντε κυλίνδρους που διάβαζαν στις μεγάλες γιορτές. Ο άγνωστος συγγραφέας του, σύμφωνα με το φιλολογικό σχήμα, εκθέτει τις σκέψεις του με το όνομα του Σολομώντα, του κύριου σοφού… …   Dictionary of Greek

  • ευταξία — η (ΑΜ εὐταξία) [εύτακτος] 1. η καλή τάξη, η τακτοποίηση 2. η τήρηση τής τάξεως, η πειθαρχία 3. σεμνότητα, φρονιμάδα αρχ. 1. η καλή κατάσταση 2. (για πόλεις) η ευνομία 3. η μετριότητα στη διατροφή 4. εγκράτεια, αγνότητα 5. (στη φιλοσ. τών Στωικών) …   Dictionary of Greek

  • εύκολος — η, ο (ΑΜ εὔκολος, ον) 1. αυτός που γίνεται ή αποκτάται εύκολα, χωρίς κόπο, ο ευκατόρθωτος («δεν είναι εύκολο πράμα») 2. (για πρόσ.) αυτός που ικανοποιείται εύκολα, αυτός που δεν έχει πολλές απαιτήσεις, ο καλοκάγαθος, ο καλόβολος (α. «ὁ δ εὔκολος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”